- λασταυροκάκκαβον
- λασταυροκάκκαβον, τό,A an aphrodisiac dish, Chrysipp. ap. Ath.1.9c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λασταυροκάκκαβον — λασταυροκάκκαβον, τὸ (Α) έδεσμα που διήγειρε αφροδισιακές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσταυρος + κάκκαβον] … Dictionary of Greek
λασταυροκάκκαβον — an aphrodisiac dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)